Οι μαθησιακές δυσκολίες, ή μαθησιακές διαταραχές, αποτελούν ένα γενικό όρο που χρησιμοποιείται για να καθορίσει μια ευρεία ποικιλία των προβλημάτων μάθησης. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν σχετίζονται με το δείκτη νοημοσύνης (IQ), ούτε με τη θέληση του παιδιού για μάθηση. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι τεμπέλικα ή χαζά. Στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο έξυπνα με όλα τα συνομήλικα παιδιά. Ο εγκέφαλός τους απλά είναι διαφορετικά δομημένος με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει και επεξεργάζεται τις διάφορες πληροφορίες. Με απλά λόγια, τα παιδιά που εμφανίζουν μαθησιακές δυσκολίες βλέπουν, ακούν και καταλαβαίνουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο από ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα στην εκμάθηση νέων πληροφοριών και δεξιοτήτων. Οι πιο κοινοί τύποι μαθησιακών δυσκολιών αφορούν προβλήματα στην ανάγνωση, τη γραφή, τα μαθηματικά, τη λογική, την ακοή και την ομιλία.
Για τους περισσότερους γονείς η αποδοχή της πιθανότητας να πάσχει το παιδί τους από κάποιας μορφής διαταραχή της μάθησης είναι δύσκολη. Η φυσιολογική αυτή άρνηση αποδοχής του προβλήματος πηγάζει από το φόβο που προκαλεί το αίσθημα πως το παιδί τους μπορεί να δυσκολευτεί στη ζωή του καθώς και από το φόβο του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από το στιγματισμό.
Αν υποψιάζεστε ότι το παιδί σας εμφανίζει μαθησιακές μην καθυστερήσετε να αναζητήσετε εξειδικευμένη υποστήριξη. Όσο πιο γρήγορα κινηθείτε προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο βελτιώνονται οι πιθανότητες να αναπτυχθεί φυσιολογικά το παιδί σας, ανακτώντες το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων του.
Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται διαφορετικά στα διάφορα παιδιά. Έτσι για παράδειγμα ένα παιδί μπορεί να δυσκολεύεται στην ανάγνωση και την ορθογραφία, ενώ ένας άλλο μπορεί να αγαπάει την ανάγνωση, αλλά να μην μπορεί να καταλάβει τα μαθηματικά. Ένα άλλο παιδί μπορεί να εμφανίζει δυσκολίες στην κατανόηση του προφορικού λόγου.
Η συμπτωματολογία με την οποία εμφανίζονται οι μαθησιακές δυσκολίες διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Έτσι για παράδειγμα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να εμφανίζουν προβλήματα στον προφορικό λόγο (όπως για παράδειγμα στην άρθρωση ή στο να βρουν την κατάλληλη λέξη), να αδυνατούν να ακολουθήσουν οδηγίες ή να χειρίζονται τους μαρκαδόρους, καθώς και να δυσκολεύονται να κουμπώσουν τα ρούχα τους. Στα παιδιά σχολικής ηλικίας ένα συχνό πρόβλημα είναι η αδυναμία να συνδέσουν τα γράμματα με το λεκτικό επιφώνημά τους, η αδυναμία να συλλαβίσουν λέξεις, τα συχνά λάθη στην ανάγνωση και η αργή εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Τα μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας 10-13 ετών μπορεί να εμφανίζουν προβλήματα στην έκθεση ή/και τα μαθηματικά, να απωθούνται από την ανάγνωση και τη συγγραφή (προσπαθώντας να καλύψουν το ψυχολογικό πρόβλημα που πλέον προέρχεται από την αδυναμία εκτέλεσης αυτών των λειτουργιών) καθώς και να έχουν πρόβλημα να συμμετέχουν σε σχολικές συζητήσεις και να εκφράζουν ανοιχτά τις σκέψεις τους.
Η συμβολή του παιδίατρου κατά την ανάπτυξη του παιδιού σας είναι καθοριστική στην αναγνώριση των προβλημάτων αυτών, καθώς το παιδί σας θα περνάει από το ένα στάδιο της πνευματικής ανάπτυξης στο επόμενο. Ωστόσο η εμπειρία και το ένστικτο των γονέων δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικατασταθούν από τη σχετικά σύντομη επαφή του παιδιάτρου με το παιδί στα πλαίσια της εξέτασης ρουτίνας. Για αυτό το λόγο μην ντραπείτε ποτέ να εκφράσετε ανοιχτά τις ανησυχίες σας για τις πιθανές δυσκολίες του παιδιού σας να κατανοήσει τον κόσμο και να εκφραστεί. Μην ξεχνάτε ποτέ ότι η έγκαιρη διάγνωση των δυσκολιών αυτών μπορεί να βοηθήσει το παιδί σας να αντιμετωπίσει προβλήματα που στο μέλλον μπορεί να γίνουν μεγαλύτερα.
Share