Στον αντίποδα της παχυσαρκίας βρίσκεται μία εξίσου σοβαρή παθολογική κατάσταση η οποία σχετίζεται με την μειωμένη πρόσληψη τροφής. Η νευρική ανορεξία είναι μια διατροφική διαταραχή το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η άρνηση της διατήρησης ενός υγιούς φυσιολογικού βάρους η οποία συνοδεύεται από μανιώδη φόβο για την απόκτηση βάρους. Η ψυχολογική αυτή διαταραχή οφείλεται σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα του σωματικού ειδώλου για πού συχνά ενισχύεται από διάφορες προκαταλήψεις που σχετίζονται με το σώμα, το φαγητό και την διατροφή. Η εμφάνιση της νόσου ξεκινάει συνήθως στην εφηβεία, επειδή οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στα αρνητικά σχόλια και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δυστυχώς τα άτομα με νευρική ανορεξία εμφανίζουν έντονα το αίσθημα της πείνας, εντούτοις επιτρέπουν στους εαυτούς τους την κατανάλωση μόνο πολύ μικρών ποσοτήτων φαγητού.
Τα σημάδια και τα συμπτώματα της νευρικής ανορεξίας εμφανίζονται σταδιακά με την πτώση του σωματικού βάρους. Ο υποσιτισμός και η σύγχρονη δραματική απώλεια βάρους είναι το προεξάρχοντα συμπτώματα. Η εμμονή με τις θερμίδες, η συνεχής ενασχόληση με την τροφή, τις συνταγές και τη δίαιτα αποτελούν τα πρώτα συμπτώματα. Σε προχωρημένα στάδια οι ασθενείς χρησιμοποιούν καθαρτικά, διαιτητικά χάπια, εμετικά, διουρητικά ή πηγαίνουν γρήγορα στο μπάνιο μετά τα γεύματα για να προκαλέσουν οι ίδιοι εμετό στον εαυτό τους και να αποβάλλουν τις περιττές θερμίδες. Η κατάθλιψη και η απόσυρση από τον κοινωνικό περίγυρο αποτελούν ψυχολογικά συμπτώματα τα οποία επιτείνονται με την πρόοδο της νόσου.
Η θεραπεία της νευρικής ανορεξίας χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Στο καθαρά ιατρικό κομμάτι, στόχος του οποίου είναι η παρακολούθηση των ζωτικών σημείων, η ενυδάτωση του οργανισμού και η εξισορρόπηση των ηλεκτρολυτών και στο συμπεριφορικό κομμάτι, στο οποίο συμμετέχουν από κοινού διαιτολόγοι και ψυχολόγοι/ψυχίατροι με στόχο την αποκατάσταση των ψυχολογικών διαταραχών και την εισαγωγή ενός υγιούς/επαρκούς διαιτολογίου.
Συχνά οι γονείς αρνούνται να δεχθούν ότι το παιδί τους βιώνει ένα σοβαρό πρόβλημα καθώς κάτι τέτοιο τους αναγκάζει να έρθουν αντιμέτωποι με το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Η άρνηση όμως του προβλήματος απλά μεταθέτει τη θεραπεία της νόσου σε μετέπειτα στάδιά της τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολα στην αντιμετώπιση, τόσο για τους ιατρούς όσο και για τον ασθενή που πάσχει.